αμεταλαμπάδευτος

αμεταλαμπάδευτος
-η, -ο [μεταλαμπαδεύω]
αυτός που δεν μεταδόθηκε σε άλλους σαν φως λαμπάδας, αυτός που δεν διαδόθηκε, δεν εξακτινώθηκε με το φως τής παιδείας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αμεταλαμπάδευτος — η, ο αυτός που δε μεταδόθηκε στους άλλους σαν φως λαμπάδας: Η ελληνική σκέψη δεν έμεινε αμεταλαμπάδευτη στους άλλους μεσογειακούς λαούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”